Της ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ*
«Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά» έγραψε ο Σαββόπουλος, συνοψίζοντας τις ανησυχίες της αριστερής γενιάς του ογδόντα και δηλώνοντας την καθυστερημένη στροφή της προς τον δημοφιλή, γαλλογερμανικής προελεύσεως, φροϋδομαρξισμό των σίξτις.
Ήταν εκείνη η γενιά που είχε οικοδομήσει τη συλλογική της μνήμη με αναφορά στο «θηριώδες» πολιτικό – ιστορικό γεγονός του Πολυτεχνείου και που ήδη βίωνε την πρώτη μεγάλη «ματαίωση» μπροστά στον εκ των άνω -ασύγχρονο ως προς τον ιδεολογικό μέσο όρο της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου- «εκσυγχρονισμό» που προωθούσε το βαθύ ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ογδόντα.
Οι στίχοι του Σαββόπουλου, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε θεωρητικό κείμενο, έγιναν το μουσικό – πολιτικό μανιφέστο αυτής της γενιάς των αριστερών ανθρώπων, που «υπέφεραν» από απογοήτευση και ήπιο ναρκισσισμό μαζί. Με στίχους εξόχως αυτοσαρκαστικούς, όπως το «Πάμε για εκεί με ένα πυροβολισμό, η αγάπη δουλεύει για το Σοσιαλισμό», ο τραγουδοποιός εξέφρασε, με μοναδικό τρόπο, αυτή τη διαπλοκή της ατομικής ψυχολογίας των αριστερών, που δεν κατάφεραν, ούτε να «πείσουν» -ακόμη περισσότερο να «νικήσουν»- με την διαρκώς μετασχηματιζόμενη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της περιόδου.
Οι αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, μαζί με το κλίμα ακραίας πολιτικής πόλωσης, έφεραν και μια νέα αισθητική κουλτούρα, των μπουζουκιών και της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία πέτυχε να υποσκελίσει την, σχεδόν, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ογδόντα, «ηγεμονική», «διανοουμενίστικη» μουσική κουλτούρα, αφού, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε καμία προνομιακή κοινωνική και πολιτική αναφορά που θα μπορούσε να εμπνεύσει την αναγέννηση αυτής.
Οι μαθητικές κινητοποιήσεις της χρονιάς 1990-91, οι οποίες σημαδεύτηκαν από το συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας του τριανταοκτάχρονου δασκάλου Ν. Τεμπονέρα από τον οννεδίτη Καλαμπόκα, αν και κατέστησαν προφανές το ψευδεπίγραφο της εθνικής συμφιλίωσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, δεν έγιναν αφετηρία για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, που θα συγκροτούσε αριστερές πολιτικές υποκειμενικότητες της περιόδου. Και βεβαίως η συγκυρία, δεν έδωσε ερεθίσματα για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής αισθητικής κουλτούρας, αντιπαραθετικής ως προς την κυρίαρχη απολίτικη. Παρά ταύτα ο ίδιος ο Ν. Τεμπονέρας αναδείχτηκε σε πρόσωπο – σύμβολο της εγχώριας αριστερής κινηματικής δράσης.
Το σύνθημα « Ο Τεμπονέρας ζει, με Πέτρουλα Λαμπράκη μας οδηγεί» τόνισε εμφατικά τη συνέχεια της ιστορικής παρουσίας του εγχώριου αριστερού κινήματος από το μετεμφυλιακό κράτος της εθνικοφροσύνης έως τη σύγχρονη κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία.
Το 2008 η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό φρουρό Κορκονέα έγινε η αφορμή για το ξέσπασμα της πιο σοβαρής κοινωνικής και πολιτικής κρίσης της δεκαετίας. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη αναγνωρίστηκαν, από μεγάλο μέρος της αριστερής «ιντελιγκέντσιας», ως μια περίπλοκη, όμως αναμφισβήτητα με χαρακτηριστικά κοινωνικής εξέγερσης διαδικασία. Επιπροσθέτως, μεταξύ άλλων, τα «Δεκεμβριανά» του 2008 καταγράφηκαν και ως μια πρωτοφανής, οργισμένη και βίαιη σε ορισμένες περιπτώσεις, έκφραση του συνόλου των αδιεξόδων της νέας γενιάς.
Οι φετινές πορείες τιμής στη μνήμη του δολοφονηθέντα Αλ. Γρηγορόπουλου, εύλογα, έδωσαν τροφή για έναν προβληματισμό σχετικά με το ενδεχόμενο της «θεσμοποίησης» μίας, ακόμη, επετείου. Η διαφωνία προέκυψε σχετικά με τις πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις της θεσμοποίησης: αν δηλαδή αυτή θα προσλάβει χαρακτηριστικά πολιτικού μνημοσύνου ή αν θα γίνει η αφετηρία για την οικοδόμηση συλλογικής μνήμης της νεότερης γενιάς, προβάλλοντας τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, αλλά και τη συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα, ως πρόσωπα – σύμβολα αποκατάστασης της συνεχούς παρουσίας της αριστεράς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα από τον εμφύλιο κι έπειτα.
Η απόφανση παραμένει, ομολογουμένως, δύσκολη, εξαιτίας των πολλών και περιπλεγμένων διαστάσεων των γεγονότων του Δεκέμβρη. Από τη μία είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο περασμένος Δεκέμβρης σημαδεύτηκε από φαινόμενα χρήσης βίας, είτε ως πολιτικής επιλογής είτε ως μορφής έκφρασης ατομικής οργής υποκινούμενης από κοινωνικούς λόγους, τα οποία, ίσως σε πολύ μικρότερο βαθμό, επαναλήφθηκαν φέτος.
Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου πρόδηλο, ότι ο Δεκέμβρης του ’08 εγκαινίασε μια νέα φάση κινηματικής δράσης, με διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που είχαμε συνηθίσει να της προσδίδουμε μέχρι σήμερα. Ο αυθορμητισμός και το χαλάρωμα της οργανωτικής δομής συγκαταλέγονται, σαφώς, μεταξύ αυτών, όπως επίσης και η δημιουργική φαντασία που χαρακτήρισαν ορισμένες ακτιβιστικές δράσεις, που ακολούθησαν τα γεγονότα, οι οποίες θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως δείγματα διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής αριστερής αισθητικής κουλτούρας.
Κυριότερα, όμως, η «κατάσταση» του Δεκέμβρη, είτε ως βιωμένη εμπειρία είτε ως συνταρακτικό εξωγενές ερέθισμα προς επεξεργασία, έγινε προνομιακό πεδίο για την πολιτική συγκρότηση και συνειδητοποίηση ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας. Ο Δεκέμβρης έφερε στο προσκήνιο μια νέα γενιά ανθρώπων, το τεράστιο κοινωνικό αδιέξοδο της οποίας δεν είναι αποκλειστικά καθορισμένο από την «οικονομική βάση», αλλά συνδέεται άρρηκτα και με τον κυρίαρχο ηθικό σχετικισμό καθώς και τη γενικευμένη απαξίωση των θεσμών που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο στη σημερινή Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση τα περισσότερα από τα συνθήματα του Δεκέμβρη, όπως το «Εμείς δεν είπαμε την τελευταία λέξη, αυτές οι ημέρες είναι του Αλέξη», καθώς και «…η Κωνσταντίνα Κούνεβα δεν είναι πλέον μόνη» είναι ενδεικτικά της αντίληψης που αναδύεται μεταξύ των νέων, ως φορέων κινηματικής δράσης, στο πλαίσιο της οποίας οι ατομικές και συλλογικές «απογοητεύσεις» δεν γίνονται αιτίες υπαναχώρησης από τους πολιτικούς στόχους, αλλά προσπερνιούνται με ένα «Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ».
* Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι κοινωνιολόγος, μέλος της Νεολαίας Συνασπισμού