Eρώτηση: Αναφορικά με την μείωση του μηνιαίου προϋπολογισμού για αναλώσιμα στο Γενικό Νοσοκομείο Δράμας

800×600

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

MicrosoftInternetExplorer4

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin:0cm;
mso-para-margin-bottom:.0001pt;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:10.0pt;
font-family:»Times New Roman»,»serif»;}

 

Όπως επισημαίνεται και από τους ειδικευμένους εργαζόμενους ο μηνιαίος προϋπολογισμός της οφθαλμολογικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας έχει μειωθεί σε ποσό το οποίο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες περί των 15 εγχειρήσεων καταρράκτη, ωστόσο μόλις τον προηγούμενο μήνα έγιναν τετραπλάσιες στον αριθμό εγχειρήσεις. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του 2013 πραγματοποιήθηκαν 68 εγχειρήσεις, ενώ τον Οκτώβριο του 2013 πραγματοποιήθηκαν 64 χειρουργικές επεμβάσεις.

Είναι σημαντικό επίσης να αναφερθεί ότι μέχρι πρότινος ο μέσος χρόνος αναμονής των προς χειρουργείο ασθενών κυμαινόταν από τρεις μέχρι τέσσερις μήνες, όμως η μείωση του αριθμού των πραγματοποιούμενων επεμβάσεων ανά μήνα όπως είναι αναμενόμενο θα οδηγήσει στην μεγάλη επιμήκυνση του χρόνου αναμονής των ασθενών που έχουν ανάγκη να χειρουργηθούν. Επισημαίνεται ότι εκφράζονται φόβοι ότι ο μέσος χρόνος αναμονής μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τους δώδεκα μήνες.

Επιπλέον, όπως γίνεται σαφές εξαιτίας των όσων αναφέρθηκαν η κλινική θα παρουσιάσει μείωση της πληρότητας η οποία μπορεί να αγγίξει ποσοστό της τάξης του 80%, γεγονός το οποίο επαπειλεί και την οριστική παύση της λειτουργίας της.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τον οδυνηρό κοινωνικό αντίκτυπο του ενδεχόμενου κλεισίματος της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας, αλλά κι επειδή η μείωση του αριθμού των επεμβάσεων στην οποία απολήγει η μείωση του προϋπολογισμού έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη ταλαιπωρία των ηλικιωμένων στην πλειοψηφία τους ασθενών της Κλινικής,

Ερωτάται ο κ. Υπουργός:

1.                           Ποιες πρωτοβουλίες θα λάβει έτσι ώστε να μη μειωθεί ο προϋπολογισμός για τα αναλώσιμα στην Οφθαλμολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Δράμας;

2.                           Ποιες μέριμνες θα λάβει ώστε να προστατευθεί η ποιότητα της δοκιμαζόμενης από αλλεπάλληλες περικοπές Δημόσιας Υγείας στην περιοχή της Δράμας;

Ο ερωτών Βουλευτής

Καραγιαννίδης Χρήστος

Φεμινιστικές Οπτικές της μητρότητας, Η Αυγή, Εντός Φύλου, 6/5/2011

Μετάφραση:Αλίκη Κοσυφολόγου*

Οι θεωρητικές του φεμινισμού και οι συγγραφείς επερωτούν τις διάφορες αναπαραστάσεις και τα κοινωνικά στερεότυπα για τη μητρότητα που υπηρετούν την πατριαρχία και αναπαράγονται μέσω αυτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι οι φεμινίστριες δεν απορρίπτουν, ούτε υποβαθμίζουν τη μητρότητα
Η κοινωνική διάσταση της μητρότητας αποτελεί θεμελιώδες διακύβευμα της φεμινιστικής θεωρίας και της πολιτικής της πρακτικής στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα.

Οι κριτικές φεμινιστικές προσεγγίσεις της μητρότητας υποστηρίζουν ότι η θηλυκότητα ορίζεται ουσιοκρατικά και στη βάση της υπόθεσης ότι οι γυναίκες έχουν φυσικά ένστικτα που τις μετατρέπουν σε ανιδιοτελείς τροφούς. Τέτοιες αντιλήψεις μορφοποιούν κοινωνικές πρακτικές που μετατρέπουν τις γυναίκες σε αυτόκλητους παροχείς φροντίδας. Οι θεωρητικές του φεμινισμού υποστηρίζουν ότι τέτοιοι μύθοι είναι κατασκευασμένοι από την πατριαρχία και αναπαράγουν κοινωνικές πρακτικές οι οποίες, αναπόφευκτα, συμβάλλουν στον κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών. Οι σύγχρονες φεμινιστικές προσεγγίσεις πέτυχαν την ευρύτερη δημοσιοποίηση και διάδοση αυτών των προβληματισμών, ωστόσο είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η σύλληψη της φεμινιστικής προβληματικής για τη μητρότητα έχει τις καταβολές της στον φεμινισμό του 20ού αιώνα.

Η Γαλλίδα συγγραφέας Σιμόν ντε Μπωβουάρ (1908-1986) υποστήριξε ότι οι γυναίκες διαπαιδαγωγούνται, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, με την αντίληψη ότι είναι φυσικά προορισμένες για να γεννούν παιδιά. Ακούγοντας μια ζωή για τα «θαύματα της μητρότητας», τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης -εμμηνόρροια, αδιαθεσίες, ακόμη και η βαρετή επανάληψη της εργασίας στην ιδιωτική σφαίρα- δικαιολογούνται όλα από αυτό το «υπέροχο προνόμιο» των γυναικών να φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Με αυτόν τον γλαφυρό τρόπο η Μπωβουάρ έδειξε πόσο επιδραστική είναι αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης ώστε να μπορεί να διαμορφώνει την υποτιθέμενα «φυσική τάση» των γυναικών να «επιλέγουν» τη μητρότητα.

Το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ (στα τέλη της δεκαετίας του ’60) έφερε αυτά τα ερωτήματα στο επίκεντρο. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν ότι, διιστορικά, η μητρική εμπειρία έχει οριστεί και καταγραφεί από την πατριαρχική κουλτούρα. Η θρησκεία, η τέχνη, η ιατρική, η ψυχανάλυση και άλλα οχυρά της ανδρικής κυριαρχίας έχουν αντικειμενικοποιήσει τη μητρότητα, παραγνωρίζοντας εντελώς τη γυναικεία υποκειμενικότητα και αποσιωπώντας τη φωνή των ίδιων των μητέρων. Οι φεμινίστριες ακτιβίστριες επέμειναν στο δικαίωμα των γυναικών της μεσαίας τάξης να δουλεύουν και να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή πέρα από την οικογένεια -(οι γυναίκες της εργατικής τάξης και οι φτωχές γυναίκες δούλευαν ανέκαθεν, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν τις οικογένειές τους)-, και επίσης επιχείρησαν να καταρρίψουν την άποψη ότι η μητρότητα αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε γυναίκα.

Οι φεμινίστριες στη Βρετανία, τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη επερώτησαν την υπερβολική σημασία που είχε αποδοθεί στη γονιμότητα, επιμένοντας ότι η σύνδεση μεταξύ αναπαραγωγικής διαδικασίας και ανατροφής παιδιών είναι κοινωνικά χειραγωγική και συμβάλλει στον αποκλεισμό των γυναικών από άλλους παραγωγικούς ρόλους. Οι θεωρητικές του φεμινισμού απομυθοποίησαν τον μητρικό ρόλο αποκαλύπτοντας τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται με απώτερο στόχο τον έλεγχο του γυναικείου σώματος και των παραγωγικών του δυνάμεων. Υποστήριξαν ότι τέτοιες αντιλήψεις περιορίζουν τις δυνατότητες των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα και ταυτόχρονα εμποδίζουν την είσοδο τους στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την πατριαρχία.

Αν και οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος δημοσιοποίησαν τα ζητήματα σε σχέση με τη γονιμότητα πιο επιθετικά απ’ ό,τι πριν, είναι σημαντικό να θυμηθούμε τις πρώιμες προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, οι οποίες έγιναν τη δεκαετία του είκοσι από το κίνημα των σουφραζέττων και να μην ξεχάσουμε τη Μάργκαρετ Σάνγκερ (1879-1966), η όποια ίδρυσε τον Αμερικάνικο Σύνδεσμο για την Αντισύλληψη το 1921. Το κίνημα της Σάνγκερ είχε μεγάλη επίδραση στη Βόρεια Αμερική, στη Βρετανία και στην Ινδία αναδεικνύοντας επίμονα το αίτημα του «οικογενειακού προγραμματισμού» ως αναγκαίας συνθήκης για τη διασφάλιση της συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι φεμινιστικές κριτικές είχαν προχωρήσει σε μια διεισδυτική αποδόμηση των υποτιθέμενων φυσικών καταβολών του μητρικού ενστίκτου, καθώς και των ειδικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί. Αυτή η θεματική ανάλυσης είναι κοινή στις φεμινιστικές προσεγγίσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και στην Ιαπωνία και στην Ινδία.

Αυτή η τάση εκφράστηκε από τις Ιαπωνέζες φεμινίστριες τη δεκαετία του ’70, με την αμφισβήτηση του bosei (του ενδότερού μητρικού ενστίκτου) και την ανάδειξη των κοινωνικά κατασκευασμένων χαρακτηριστικών του. Επιχείρησαν να δείξουν ότι η κυρίαρχη ταύτιση της θηλυκότητας με τη μητρότητα, δηλαδή της μητρότητας ως κάτι φυσικού και ενστικτώδους για τις γυναίκες, αποτελεί μια διαδεδομένη κοινωνική κατασκευή, η οποία πρέπει να καταρριφθεί.

Μητρότητα και φυλετικές διακρίσεις

Ο φεμινισμός και οι αναστοχαστικές θεωρήσεις στο γυναικείο κίνημα στη Β. Αμερική και στην Ευρώπη επίσης απέδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι οι αντιλήψεις για τη μητρότητα διαπερνώνται από φυλετικά στερεότυπα και διαμορφώνονται στο πλαίσιο των επικρατουσών κοινωνικών ιεραρχιών. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τόσο οι αφροαμερικάνες όσο και οι λευκές γυναίκες ενθαρρύνονταν να αντιμετωπίσουν τη μητρότητα ως ένα εθνικό – φυλετικό πρόταγμα. Ο συμβολισμός μητέρα – έθνος είχε γίνει συστατικό στοιχείο κάθε εθνικο – πατριωτικού λόγου.

Λογοτεχνικά έργα για τη σεξουαλική αφύπνιση, όπως για παράδειγμα της της Κέιτ Σοπέν (1851-1904) και της Έντιθ Γουάρτον (1862-1937) απεικονίζουν τη μητρότητα ως περιοριστική στο ατομικό επίπεδο, όμως φυλετικά αναγκαία. Πάντως, φεμινιστικές προσεγγίσεις στον αμερικανικό χώρο έχουν δείξει, ότι αρκετές από τις λογοτεχνικές απεικονίσεις της μητρότητας για τις Αφροαμερικάνες γυναίκες σπάνια εμφανίζουν τις μητέρες ως ενεργούς κοινωνικούς δρώντες, αλλά κυρίως τις αναπαριστούν ως παθητικά όργανα για την αναπαραγωγή.

Οι φεμινιστικές κριτικές που παράχθηκαν στον χώρο της Νότιας Αφρικής αποδεικνύουν πως οι εθνικιστικοί και πατριαρχικοί λόγοι έχουν χρησιμοποιήσει το στερεότυπο της Αφρικανής γυναίκας – μητέρας. Αυτό το στερεότυπο έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να επαινεθούν τα «μοναδικά» προσόντα της προστατευτικότητας και της ανιδιοτέλειας που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν τις Αφρικανές, προσόντα τα οποία πιστεύεται ότι τις αναδεικνύουν ηθικά και πολιτιστικά «ανώτερες» από τις γυναίκες της δύσης. Τέτοιες εθνικιστικές αντιλήψεις διαπερνούν την εθνικιστική ποίηση και πεζογραφία των δεκαετιών πενήντα και εξήντα, όπου η Αφρικανή μητέρα παρουσιάζεται να συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων στη δημόσια και ιδιωτική ζωή.

Από μια άλλη σκοπιά η εθνογραφική έρευνα από την Ασία ως τον Ειρηνικό δείχνει ότι οι τρόποι που βιώνεται η μητρότητα ποικίλλουν αρκετά και εξαρτώνται από τον ιστορικό χρόνο και τις εντόπιες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η εμπειρία της μητρότητας στις αποικιοκρατούμενες κοινωνίες είχε διαμορφωθεί από αποικιακές πολιτικές, ιεραποστολικές επιρροές και την αντιπαράθεση ανάμεσα στη δυτική ιατρική και στις παραδοσιακές μεθόδους για τον τοκετό.

Οι θεωρητικές του φεμινισμού και οι συγγραφείς επερωτούν τις διάφορες αναπαραστάσεις και τα κοινωνικά στερεότυπα για τη μητρότητα που υπηρετούν την πατριαρχία και αναπαράγονται μέσω αυτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι οι φεμινίστριες δεν απορρίπτουν, ούτε υποβαθμίζουν τη μητρότητα.

Ο σκοπός τους είναι να καταρρίψουν τα στερεότυπα, τους μύθους και τις παραδοχές που ωθούν τις γυναίκες στην υιοθέτηση καταπιεστικών ρόλων, ενώ παραγνωρίζονται τα πραγματικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας της μητρότητας. Οι φεμινιστικές φωνές επιδιώκουν να απελευθερώσουν τη μητρότητα από τους μύθους και τα στερεότυπα που την περιορίζουν σ’ ένα εξαιρετικά στενό πεδίο, χωρίς να αφήνουν στις γυναίκες καθόλου χώρο για να επιλέξουν και να υλοποιήσουν διαφορετικές ταυτότητες.

*Πηγή : Motherhood and Maternity – Feminist Critiques – Women, Social, Maternal, and Feminists (http://science.jrank.org/pages/10305/Motherhood-Maternity-Feminist-Critiques.html)

« Εικόνες για το φύλο μέσα από την τηλεόραση»Αυγή,Εντός Φύλου, 25/3/2011

« Εικόνες για το φύλο μέσα από την τηλεόραση»

Οι ζωές των «άλλων» γυναικών ως θέαμα τηλεοπτικό

– «Μα είναι ψυχαγωγική η εκπομπή, να τη βλέπει ο κόσμος και να περνάει καλά. Να βλέπει τι φοράμε, πως περνάμε την ημέρα μας. Είναι δυνατό να τον ενδιαφέρει ( τον κόσμο), να βλέπει μία τρελή πάνω από μία κατσαρόλα;» –
Αυτή την απάντηση έδωσε πρωταγωνίστρια της εκπομπής «Real Housewives of Athens» ( « Αληθινές Νοικοκυρές της Αθήνας») , όταν της ζητήθηκε από δημοσιογράφο να σχολιάσει το γεγονός της πλήρους αναντιστοιχίας του τρόπου ζωής που προβάλλεται στην συγκεκριμένη εκπομπή με την καθημερινότητα του τρόπου ζωής των γυναικών των μεσαίων και εργατικών στρωμάτων. Δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα της η «πρωταγωνίστρια» του τηλεοπτικού παιχνιδιού, φαίνεται να θεωρεί ότι οι μοναδικές γυναίκες που μπορούν να απαλλαχθούν από την απλήρωτη και βαριά εργασία στην ιδιωτική σφαίρα είναι οι πλούσιες. Επιπλέον, ο αυθόρμητος χαρακτήρας της απάντησης της, δείχνει, ότι, όχι μόνο δεν προβληματίζεται από την αντίφαση της αναπαράστασης, αλλά ότι την κατανοεί σχεδόν ως «φυσικής» προέλευσης ή έστω αναπότρεπτη. Μάλιστα, προτρέπει τις «φτωχές» ή «φτωχότερες» να παρακολουθούν την εκπομπή για να βρουν μια ψυχολογική διέξοδο από τα καθημερινά πρακτικά τους προβλήματα ή ένα μέσο ηδονοβλεπτικής τους εκτόνωση.
Με άλλα λόγια, οι «φτωχές» ή «φτωχότερες» γυναίκες εγκαλούνται στο ρόλο των θεατών της ζωής των πλούσιων γυναικών, και από τη σκοπιά των συντελεστών της εκπομπής μπορούν ή οφείλουν να αρκούνται στη φαντασιακή τους ταύτιση με αυτές. Η επίκληση στον Γκυ Ντεμπόρ, ο οποίος στην «Κοινωνία του Θεάματος»(1967) όρισε το θέαμα όχι ως μια απλή συλλογή από εικόνες, αλλά ως μια κοινωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων , θα μπορούσε να είναι διαφωτιστική σχετικά με την ιδεολογική λειτουργία τηλεοπτικών θεαμάτων όπως οι «Αληθινές Νοικοκυρές της Αθήνας».
Η τηλεόραση, όπως και τα υπόλοιπα ΜΜΕ, ως διακριτός και ειδικευμένος ιδεολογικός θεσμός αναπαριστά την πραγματικότητα, ταξινομώντας την εκ νέου, στρεβλώνοντας με αυτό τον τρόπο τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τις υλικές/αντικειμενικές συνθήκες της ύπαρξης τους. Επιτελεί λειτουργία ιδεολογικού μηχανισμού εγκαλώντας τα υποκείμενα στην υιοθέτηση ταυτοτήτων και καθορισμένων κοινωνικών ρόλων, συμβάλλοντας έτσι, συμβολικά και πρακτικά, στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ανάλυση αυτή συμπληρώνεται από τη φεμινιστική – ψυχαναλυτική κριτική της ιδεολογικής λειτουργίας των ΜΜΕ, σύμφωνα με την οποία η αναπαράσταση των γυναικών στον κινηματογράφο, στη διαφήμιση και στην τηλεόραση , αναπαράγει το πρότυπο της γυναικείας παθητικότητας, αποδίδοντας στις γυναίκες το ρόλο του αντικειμένου της ορατότητας, και κατά συνέπεια της ανδρικής ετεροφυλοφιλικής επιθυμίας.

Με αφορμή το εγχώριο παράδειγμα: μεταξύ «φανταχτερού» και νεοσυντηρητικού

Αναφορικά με τις έμφυλες αναπαραστάσεις, η ιδιωτική – κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά – τηλεόραση στην Ελλάδα αναπαρήγαγε την ανδροκεντρική ετεροφυλοφιλική σκοπιά, προωθώντας, συχνά, με άμεσο τρόπο την σεξουαλική αντικειμενικοποίηση των γυναικών ως κοινωνικής κατηγορίας. Σε πολλές περιπτώσεις, το γυναικείο σώμα μέσα από την τηλεοπτική του αναπαράσταση έγινε ένα πεδίο πάνω στο οποίο εγγράφεται η συμβολική και υλική βία της πατριαρχικής εξουσίας: παλιότερα παραδείγματα οι «φαντασμαγορικού» τύπου ψυχαγωγικές εκπομπές της δεκαετίας του ενενήντα , όπου νεαρές «ελαφροντυμένες» γυναίκες εμφανίζονταν στις εκπομπές απλώς για να πλαισιώσουν τους παρουσιαστές και τις παρουσιάστριες, ενώ ένα πιο πρόσφατο ανάλογο παράδειγμα είναι η ελληνική μεταφορά του Next top model και βεβαίως υπάρχουν και πολλά άλλα.
Η παρέλευση της περιόδου της επίφασης οικονομικής ευημερίας και η συνακόλουθη διάψευση της υπόθεσης του εκσυγχρονισμού εκφράστηκε στα τηλεοπτικά δρώμενα ως στροφή σε ακόμη πιο παραδοσιακά πρότυπα. Σήμερα, στην τηλεόραση, η οικονομική στενότητα, ως πρόσχημα ή ως πραγματικότητα, έχει οδηγήσει στον περιορισμό της ποικιλίας και των ειδών των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Τα τηλεοπτικά κανάλια προτιμούν να αναπροβάλλουν «έτοιμα» σήριαλ από το εξωτερικό, ενώ επενδύουν χρήματα σε «ψυχαγωγικές» εκπομπές «πραγματικής ζωής» (ριάλιτι). Εκτός από τα άμεσα πλήγματα που αυτή η εξέλιξη επιφέρει σε εργαζόμενους/ες στην τηλεόραση (ηθοποιούς, τεχνικούς κα) καθώς μειώνονται κι άλλο οι θέσεις εργασίας σε αυτόν τον τομέα , παρατηρείται επίσης, ότι το περιεχόμενο των εκπομπών που επιλέγονται «ακολουθεί » τη νεοσυντηρητική τάση. Τα παραδείγματα περισσεύουν καθώς δίπλα στις «νοικοκυρές», εμφανίζονται «νύφες», «πεθερές», «υποψήφιοι γαμπροί» και ο «κατάλογος» της τηλεοπτικής προελεύσεως «υπερβολής» μακραίνει κι άλλο.
Πρόκειται για τηλεοπτικά προγράμματα που αναπαράγουν, χωρίς όρια και φραγμούς, σχεδόν «όλα» τα κοινωνικά στερεότυπα: πατριαρχία, παραδοσιακή και άνιση κατανομή έμφυλων ρόλων, την ομοφυλοφιλία ως παρέκβαση της φυσιολογικότητας, λειτουργώντας ως μηχανισμοί ιδεολογικής νομιμοποίησης των διακρίσεων με κριτήριο το φύλο, τη φυλή, την τάξη, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την εξωτερική εμφάνιση.
Από την άλλη είναι γεγονός, ότι η τηλεόραση δεν κατασκευάζει εξ ολοκλήρου τις αντιλήψεις, αλλά κυρίως τις αναπαριστά, τις εμπλουτίζει, τις αναπαράγει και τις αναδεικνύει σε ηγεμονικές. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι συχνά τα τηλεοπτικά μηνύματα προσλαμβάνουν και αναπαριστούν, στρεβλωμένες ή «διογκωμένες», μεμονωμένες αντιλήψεις που «διακινούνται» στη κοινωνία σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την περιορισμένη διείσδυση των φεμινιστικών θέσεων στην διάχυτη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία εξηγεί, εν μέρει, την κοινωνική «ανοχή» που παρατηρείται απέναντι σε διαφημιστικά μηνύματα ή τηλεοπτικά θεάματα με περιεχόμενο «απροκάλυπτα» σεξιστικό. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι συνήθως, στις περιπτώσεις αυτές, ο «μοναδικός» φεμινιστικός αντίλογος διατυπώνεται από θεσμικούς φορείς, οργανώσεις και ορισμένα κόμματα, αλλά η εκπρόθεσμη εκφορά και η περιορισμένη του απήχηση φαίνεται να υπονομεύουν σημαντικά την κοινωνική του επιδραστικότητα.
Αυτή η αποδυνάμωση της κριτικής, θεσμικής ή ιδεολογικής προέλευσης, έχει ευνοήσει τον πολλαπλασιασμό τηλεοπτικών εκπομπών, το περιεχόμενο των οποίων οι όχι μόνο αναπαράγει τα έμφυλα και ρατσιστικά στερεότυπα, αλλά στην πράξη και χωρίς προσχήματα καταλήγει να αρνείται τον διαφωτισμό και τις αξιώσεις για ισότητα, αυτοδιάθεση και ελευθερία σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ιδεολογική αποδόμηση των τηλεοπτικών αναπαραστάσεων αποκτά μορφή ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ανερχόμενο κοινωνικό νεοσυντηρητισμό, και αναπόφευκτα, διαπερνά όλες τις πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας και τους θεσμούς – από την εκπαίδευση μέχρι την πολιτική επικοινωνία και τη διαφήμιση -.

Διαμάχη για την ισότητα και την παρανόησh της RedNotebook 2/5/2011

Οι περισσότεροι δικαιωματικοί οργανισμοί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ αναγνωρίζουν την ελεύθερη έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Η γενική αυτή παραδοχή, όμως, δεν έχει μπορέσει να συγκρατήσει την ισλαμοφοβία, τον ρατσισμό, αλλά και τα κρούσματα θρησκευτικού φονταμενταλισμού που προκάλεσε η πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση για τα θρησκευτικά σύμβολα και την θέση τους στο δημόσιο χώρο.

Η συζήτηση ανακινήθηκε με το πρόσχημα της προωθούμενης θέσμισης της καθολικής απαγόρευσης της δημόσιας περιβολής θρησκευτικών συμβόλων, μεταξύ άλλων και των ισλαμικών hijab, niqab και burqa από την κυβέρνηση Σιράκ το 2003. Η συνταγματική αυτή θέσμιση θα απέβλεπε στην προάσπιση της laicité, του κοσμικού χαρακτήρα του γαλλικού κράτους. Η σφοδρή αντίθεση της γαλλικής ισλαμικής κοινότητας εκφράστηκε με μαζικές διαδηλώσεις -και κυρίαρχη τη γυναικεία παρουσία-, καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και εκ περιτροπής αποχές μουσουλμάνων μαθητριών από τα μαθήματά τους στο σχολείο.

Η « σύγκρουση» αυτή κορυφώθηκε με την απόφαση της σημερινής σύνθεσης του γαλλικού κοινοβουλίου να υλοποιήσει – εν μέρει- τα «προτάγματα» του 2003, υιοθετώντας τον Οκτώβριο του 2010 νόμο που απαγορεύει την κάλυψη του προσώπου σε δημόσιο χώρο. Η θέσπιση, μάλιστα, του νόμου συνοδεύτηκε από την διακήρυξη της πρόθεσης να αποτραπεί η δημόσια περιβολή των ισλαμικών πέπλων που καλύπτουν το πρόσωπο, ενώ η παραβίαση ττου επαπειλεί επιβολή χρηματικού προστίμου των 150 ευρώ για την παραβάτη καθώς και την υποχρέωση παρακολούθησης σεμιναρίων «αγωγής του πολίτη». Η «επιθετική» αυτή μεταστροφή του γαλλικού κράτους μετακύλησε το φαινόμενο και σε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες με εξίσου «ισχυρές» ισλαμικές κοινότητες, όπου υιοθετήθηκαν ανάλογες ή παρόμοιες ρυθμίσεις – η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία είναι μερικές από αυτές.

Η μέχρι σήμερα ανυποχώρητη στάση των μουσουλμάνων της Γαλλίας, καθώς και οι πιέσεις που ασκήθηκαν από δικαιωματικές ΜΚΟ έχουν κινήσει τη θεσμική επανεξέταση του συνταγματικού χαρακτήρα του νόμου. Την ίδια στιγμή, το «επίδικο της μπούρκας» έχει γεννήσει ένα ευρύ φάσμα θεωρητικών – πολιτικών προσεγγίσεων

του ζητήματος, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι προσεγγίσεις αυτές επικεντρώνονται σε θέματα του θρησκευτικού πλουραλισμού, γυναικείας χειραφέτησης και δημοκρατίας.

Κοινό στοιχείο που διαπερνά το σύνολο των αναλύσεων είναι η ανάγκη ανταπόκρισης στο γενικό αίτημα για σαφή τοποθέτηση σε σχέση με την απαγόρευση της δημόσιας περιβολής των θρησκευτικών συμβόλων από τη σκοπιά του πολιτικού φιλελευθερισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτής της σύνθετης πολιτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ligue de Droits de l homme), μια τυπικά φιλελεύθερη οργάνωση για τα δικαιώματα στη Γαλλία, που μετράει περισσότερα από 110 χρόνια ζωής, τον περασμένο Μάρτιο επέλεξε να τοποθετηθεί για το θέμα, δημοσιεύοντας στον επίσημο ιστότοπό της μια εκτενή επεξήγηση της διακηρυγμένης από το 1989 θέσης της ενάντια σε τέτοιου τύπου απαγορεύσεις.

Η επιχειρηματολογία της Ένωσης προσανατολίζεται στην ανάδειξη του προσχηματικού χαρακτήρα της νομοθετικής αυτής πράξης, άρα και των πολιτικών σκοπιμοτήτων που εξυπηρετεί, καθώς και στην κατάρριψη ενός προς ένα των επιχειρημάτων που συνόδευσαν την θέσπιση της.

Αναφορικά με τον κοσμικό χαρακτήρα του γαλλικού κράτους, η Ένωση υποστηρίζει ότι αυτός όχι μόνο δεν έχει παραβιαστεί, αλλά ότι αντίθετα, από συστάσεώς της, η αρχή αυτή συνδέεται με τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ελευθερία της έκφρασής του. Από την άλλη, η ίδια καταγράφει ως φαιδρό το επιχείρημα ότι η απαγόρευση της δημόσιας περιβολής της μπούρκας ή άλλων θρησκευτικών ενδυμασιών που καλύπτουν το σώμα θα απαλλάξει αρκετές μουσουλμάνες γυναίκες από την πατριαρχική καταπίεση την οποία πιθανότατα υφίστανται. Όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες της «διακήρυξης», η κοινωνική χειραφέτηση δεν προκύπτει «κατά παραγγελία» και εν τη απουσία των δομικών συνθηκών που θα οδηγήσουν σε αυτήν ως ελεύθερη ατομική επιλογή. Επιπλέον, όπως σημειώνεται, η «απαγόρευση» ως θεσμοθέτηση μιας διάκρισης σε βάρος μιας κοινωνικής κατηγορίας αναπόφευκτα θα ενισχύσει και θα συμβάλει στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας. Μάλιστα, στην καταληκτική παράγραφο του κειμένου, η Ένωση διαχωρίζει τη θέση της από οποιαδήποτε πολιτικά ενορχηστρωμένη διαμάχη, η οποία με πρόσχημα τα ανθρώπινα δικαιώματα αποβλέπει στην αποσιώπηση ή, έστω, τη στρεβλή αναπαράσταση του βαθέος κοινωνικού χάσματος που διαπερνά, εδώ και αρκετές δεκαετίες, τη γαλλική κοινωνία.

Αρκετά πιο περιορισμένη στην οπτική της, αλλά εξίσου δριμεία εναντίον της απαγόρευσης είναι η ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας, η οποία καταδικάζει τον νόμο ως «παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκευτικής ελευθερίας των γυναικών που ελεύθερα επιλέγουν να φορούν την μπούρκα», εκφράζοντας έντονη ανησυχία για το πόσο αρνητικά μπορεί αυτή η απαγόρευση να επηρεάσει τις γυναίκες που υποχρεώνονται να καλύπτουν το πρόσωπο τους.

Όπως φαίνεται ακόμη και από τη σκοπιά των «παραδοσιακών» πολιτικά φιλελεύθερων οργανώσεων για τα δικαιώματα, η θεσμική απαγόρευση δεν αναγνωρίζεται ως ικανή συνθήκη για την κατάρριψη των δομικών ανισοτήτων που ενυπάρχουν στην οικογένεια και στη δημόσια ζωή.

Η γαλλική μουσουλμανική κοινότητα είναι, πράγματι, μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη – αριθμεί περί τα 5 εκατομμύρια μέλη –, όμως υπολογίζεται ότι λιγότερες από 2000 γυναίκες στη Γαλλία καλύπτονται δημόσια με μπούρκα. Από την άλλη είναι γεγονός ότι η επιβολή προστίμου 150 ευρώ σε όσες παραβιάσουν το νέο νόμο, οπωσδήποτε θα επηρεάσει αρνητικά – στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας αλλά και της κοινωνικής τους δραστηριότητας – γυναίκες που υποχρεώνονται για λόγους οικογένειας ή παράδοσης να την φορούν. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η «καθιέρωση» μιας τέτοιας απαγόρευσης πρακτικά θεσμοθετεί τον αποκλεισμό αυτών των γυναικών από την πολιτική τους ιδιότητα, εξαιτίας μιας «συνήθειας» που τους επιβλήθηκε από μια εκδοχή πατριαρχικής εξουσίας.

Εν τέλει, αυτή η πολιτική των απαγορεύσεων υποβαθμίζει την ταξική διάσταση του μεταναστευτικού ζητήματος στη Γαλλία, ενώ ταυτόχρονα παραγνωρίζει εντελώς τις συνθήκες διπλής υποτέλειας που υφίστανται αρκετές μουσουλμάνες γυναίκες ως μετανάστριες – εργάτριες στην παραγωγική αλυσίδα και ως θύματα πατριαρχικής βίας στο πλαίσιο της οικογένειας. Είναι βέβαιο, ότι η θεσμική παρανόηση της ισότητας όχι μόνο δεν μπορεί να παραγάγει νέα υποκείμενα δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα συμβάλλει στην διαιώνιση εκείνου του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος που εξ αρχής τους τα έχει αποστερήσει.

«Για την Σύλβια και τον Τεντ της» / REDNotebook/

Για την Σύλβια και τον Τεντ «της»

Με αφορμή την ποίηση, το έργο της Ασπασίας Τομπούλη «μελετά» ζητήματα όπως η προοπτική της ελευθερίας σε μια κατάσταση σχέσης μεταξύ ατόμων, η δυναμική του ανταγωνισμού για την καλλιτεχνική καταξίωση, αλλά και η οικονομική ανέχεια που συνθλίβει την δημιουργική δύναμη κάθε ατόμου

Της Αλίκης Κοσυφολόγου

Στο νεοσύστατο θέατρο Όλβιο, στο Γκάζι, παρουσιάζεται από τις 26 Mαρτίου και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων η θεατρική περφόρμανς της Ασπασίας Τομπούλη «Σύλβια και Τεντ» με θέμα την πολύκροτη σχέση των ποιητών Σύλβια Πλαθ (1932 – 1963) και Τεντ Χιουζ (1930-1998).

Για τη συγγραφή του κειμένου, η Ασπασία Τομπούλη αξιοποίησε ως βάση τα 88 ποιήματα του Τεντ Χιουζ, τα οποία φαίνεται πως αναφέρονται και απαντούν σε συγκεκριμένα ποιήματα της Σύλβια Πλαθ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ασπασία Τομπούλη ασχολήθηκε με την υπόθεση Πλαθ – Χιουζ, καθώς πριν από μερικά χρόνια είχε παρουσιάσει στο θέατρο «Εμπρός» παράσταση με θέμα τις επιστολές της Σ.Πλαθ προς τη μητέρα της.

Η παράσταση «αναμετριέται» κυρίως με όλα εκείνα που έχουν γραφτεί για τη σχέση των δύο ποιητών. Η ασυνέχεια μεταξύ ονείρου, μυθοπλασίας και πραγματικότητας καθώς και η δημιουργική παρεμβολή των βίντεο, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της αφήγησης και ταυτόχρονα αρετές της. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της όμως, είναι η προσθήκη του «ακαδημαϊκού» ερευνητή της σχέσης και του έργου των δύο ποιητών, ο οποίος άλλοτε προσκολλάται στον Χιουζ, άλλοτε αυτονομείται αφηγούμενος την ιστορία τους.

Με «οδηγό» τα ποιήματα, η Τομπούλη έφτιαξε ένα θεατρικό έργο που αφορά τη ζωή των ποιητών και όχι τη μονοθεματική αναζήτηση των λόγων του θανάτου της ποιήτριας. Αν και εκφράζει τη συμπάθεια της για τη μορφή και το έργο της ευφύους Πλαθ, δεν παρεκκλίνει προς την κοινότοπη αναπαράσταση του Τεντ Χιουζ ως αδηφάγου φαλλοκράτη που «τσαλαπάτησε» την πορφυρή καρδιά της ποιήτριας. Το σημαντικότερο: αποφεύγει να υποβαθμίσει την εμβέλεια του έργου της Πλαθ, παρουσιάζοντάς το ως αποκύημα της γυναικείας της ψυχοπαθολογίας. Αντίθετα, με αφορμή την ποίηση, «μελετά» ζητήματα όπως η προοπτική της ελευθερίας σε μια κατάσταση σχέσης μεταξύ ατόμων, η δυναμική του ανταγωνισμού για την καλλιτεχνική καταξίωση, αλλά και η οικονομική ανέχεια που συνθλίβει την δημιουργική δύναμη κάθε ατόμου.

Ο Νέστωρ Κοψίδας ισορροπεί αποτελεσματικά μεταξύ δύο απαιτητικών ρόλων: του υποκειμένου που αφηγείται και του ίδιου του ποιητή Χιουζ. Η Μαρία Ζορμπά με τη λεπτή φωνή της μεταμορφώνεται σε μια υποδειγματικά πειστική Σύλβια Πλαθ, χωρίς να χρειάζεται καθόλου να επενδύσει στην εξωτερική της ομοιότητα με αυτήν.

Οι τελευταίες παραστάσεις έχουν προγραμματιστεί για τις 5, 6,7 και 8 Μάιου

Η ταυτότητα της παράστασης:

Σύλληψη-Σκηνοθεσία-κείμενα: Άσπα Τομπούλη
Σκηνικός χώρος – κοστούμια: Κλερ Μπρέϊσγουελ
Σύνθεση ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος
Φωτισμοί: Ηλίας Κωνσταντακόπουλος

Σύλβια Πλαθ: Μαρία Ζορμπά
Συγγραφέας: Νέστορας Κοψιδάς

Μοιράσου το

Αλίκη Κοσυφολόγου
REDNotebook
17 Απριλίου 2011 – 7:59 pm | Αλίκη Κοσυφολόγου

«Εθελοντικοί επαναπατρισμοί»

Η πολιτική των απελάσεων των παράνομα βρισκόμενων στη χώρα Ρομά , που εφαρμόζει η γαλλική κυβέρνηση στο πλαίσιο της αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής της έχει προκαλέσει αμηχανία και προβληματισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από τις αρχές του Αυγούστου, περίπου 88 παράνομοι καταυλισμοί έχουν κλείσει, ενώ πάνω από 850 Ρομά έχουν απελαθεί, αποδεχόμενοι το ποσό των 300 ευρώ ως επίδομα για την «εθελοντική» τους μετεγκατάσταση.
Αν και οι «επαναπατρισμοί» παράνομα βρισκόμενων στη χώρα οικονομικών μεταναστών, συμβαίνουν τακτικά στη Γαλλία, φέτος, για πρώτη φόρα, προσέλαβαν αυτόν τον μαζικό χαρακτήρα. Μάλιστα, ο ΟΗΕ εγκάλεσε την Γαλλία για την καταστολή των Ρομά και προέτρεψε την κυβέρνηση Σαρκοζί, να προσπαθήσει να ενσωματώσει τα μέλη της μειονότητας, αντί να τα επαναπροωθεί στην Ανατολική Ευρώπη.
Aπό την άλλη, στο εσωτερικό της Γαλλίας, φαίνεται, ότι υπάρχει μια ολοένα και αυξανόμενη συναίνεση ως προς το κυβερνητικό σχέδιο για την παράνομη μετανάστευση, γεγονός το οποίο καταδεικνύεται και από δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται στον εγχώριο τύπο και οι οποίες εμφανίζουν τους γάλλους πολίτες να εγκρίνουν τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στους Ρομά, σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 60%*.
Οι απόψεις που αμφισβητούν την πολιτική «χρησιμότητα» του εν λόγω κυβερνητικού σχεδίου, αλλά και καθαυτό το νομότυπο χαρακτήρα του, το αναγνωρίζουν, ως μέρος της συνολικής προσπάθειας του Σαρκοζί να αυξήσει την δημοτικότητα του, η οποία, όπως φαίνεται, εξακολουθεί να καταγράφει πτώση*. Εξάλλου, και στο παρελθόν, ο γάλλος πρόεδρος έχει δείξει, ότι είναι επιρρεπής στο λαϊκισμό, και δεν είναι απίθανο, για άλλη μια φορά, να επιχειρεί να «χαϊδέψει» τα αυτιά των ακροδεξιών ψηφοφόρων του Λαϊκού Μετώπου, αλλά και να αναβαθμίσει το δημόσιο προφίλ του, αυτοπροσδιοριοριζόμενος εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας. Ιδιαίτερα, σε αυτή τη συγκυρία, ο Γάλλος πρόεδρος μοιάζει να έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ, αυτή την τονωτική ένεση δημοτικότητας, αφού πρέπει να αντιμετωπίσει την κοινωνική οργή και τη σκλήρυνση της στάσης των συνδικάτων, που θα προκαλέσει η προωθούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, – η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει πρόταση για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης , αλλά και να «σβήσει» τις σκιές που έριξε στην κυβέρνηση του το σκάνδαλο Μπετανκούρ, μια υπόθεση παρανομών χρηματοδοτήσεων που συνδέει την κληρονόμο του οίκου L Oreal με τον υπουργό εργασίας της κυβέρνησης του Ερίκ Βερτ.
Σε κάθε περίπτωση, η αμφιλεγόμενη επιλογή της κυβέρνησης Σαρκοζί, η οποία, έχει προκαλέσει, ακραίους αλλά αναπόφευκτους, παραλληλισμούς με τα μέτρα που πήρε το καθεστώς Βισύ κατά των Εβραίων στον Β παγκόσμιο πόλεμο, πιθανότατα να προκαλέσει διελκυστίνδα κοινωνικών αναταράξεων, όχι μόνο στο εσωτερικό της Γαλλίας, αλλά και στα δυτικά Βαλκάνια, όπου, ήδη, έχουν τεθεί περιοριστικοί όροι για την πολιτογράφηση των Ρομά. Εξάλλου, είναι μεγάλος ο αριθμός των Ρομά, οι οποίοι, όχι μόνο δε διαθέτουν έγγραφα ταυτότητας, αλλά καθ ότι μετακινούμενοι, δεν έχουν περιληφθεί καν, σε οικογενειακές καταστάσεις, και νοούνται ως «απάτριδες». Επιπλέον, ο πρακτικός στόχος του «ομαλού επαναπατρισμού» των μεταναστών που θέτει η γαλλική κυβέρνηση, υπονομεύεται από το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο, αφού η αναγνώριση του δικαιώματος της ελεύθερης κίνησης θα επιτρέψει στους απελαθέντες που είναι Ρουμάνοι ή Βούλγαροι, άρα και πολίτες της Ε.Ε. να επιστρέψουν στη Γαλλία.

*Η δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Opinion way, η οποία δημοσιεύτηκε στη Le Figaro, εμφανίζει το 65% των πολιτών να εγκρίνει τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στους Ρομά(Αυγή, 28/8/2010)
* Σύμφωνα με γκαλοπ που δημοσιεύτηκαν στη Liberation, περιοδικά Le point και Νοuvel Observateur, μόνο το 34% των Γάλλων παρουσιάζεται να έχει θετική γνώμη για τον πρόεδρο ( Ελευθεροτυπία, 28/8/2010)

Α.Κ.

» Oμόπιστοι και Γείτονες», «Η ΑΥΓΗ», 25/8/2010

Της ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ*

Ο παρ’ ολίγον σοβαρός τραυματισμός Έλληνα παίκτη από καρέκλα που δέχτηκε στο κεφάλι από έναν Σέρβο «συνάδελφο», καθώς και η παραπομπή του στον αθλητικό εισαγγελέα, ήταν που έφερε την υπουργό Αθλητισμού της Σερβίας εσπευσμένα στην Ελλάδα, παρά η ανησυχία για ενδεχόμενο διπλωματικό επεισόδιο – έστω ηπίων τόνων- μεταξύ των παραδοσιακά «καλών γειτόνων».

Παρά ταύτα, αν και οι αιτίες της, επί του παρκέ, σύρραξης αναζητήθηκαν στην προσωπική κόντρα μεταξύ δύο παικτών που αγωνίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα, για συλλογικά ζητήματα, αλλά και στη νεανική ορμή και το «πάθος» των συναθλητών τους, φαίνεται, ότι το εν λόγω περιστατικό αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου – όπως είθισται να λένε σε αυτές τις περιπτώσεις- και ότι το θέμα εμπλέκει πολλά περισσότερα από αυτά που έχουν να χωρίσουν οι δύο αθλητές που ξεκίνησαν τη «φασαρία».

Η προσπάθεια του «ελληνοτραφούς» προπονητή της εθνικής Σερβίας να καταλογίσει την ευθύνη για το περιστατικό στους παίκτες των δύο ομάδων, αλλά και στους διαιτητές, δεν μπορεί να συγκαλύψει τη λανθάνουσα ένταση που επικρατεί μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων παικτών. Ιδιαίτερα, όταν, λίγη ώρα μετά το βίαιο επεισόδιο, ο τραυματισμένος Έλληνας παίκτης ζητούσε από τον διαιτητή να μεταφέρει στον Σέρβο «καρεκλορίπτη», ότι το θέμα δεν έχει λήξει, ενώ την ίδια στιγμή ένας άλλος Έλληνας συμπαίκτης του, ωρυόμενος καταλόγιζε αχαριστία στους Σέρβο υς παίκτες που «τρώνε ψωμί» από το ελληνικό πρωτάθλημα και δεν «σέβονται τίποτα» («Τα ΝΕΑ» 20.08.2010).

Πέραν της πρωτοφανούς αμηχανίας, την οποία προκάλεσε στους αθλητικούς δημοσιογράφους, που ορκίζονταν στη ελληνοσερβική – «αθλητική» – φιλία, το εν λόγω περιστατικό, τελικά, το άγριο ξύλο στο τερέν, σε ένα φιλικό τουρνουά, δεν αποτελεί μόνο ένδειξη της εμπάθειας, ή έστω δυσαρέσκειας που αισθάνονται αρκετοί Έλληνες παίκτες, ως προς τους Σέρβους, με τους οποίους διαγκωνίζονται για πρωταγωνιστικούς ρόλους στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά επίσης καταδεικνύει, απροκάλυπτα, τον ακραιφνώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα των σχέσεων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του επαγγελματικού αθλητισμού.

Εν προκειμένω, το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο, αφού ξύλο «έδωσαν» και «έφαγαν» αθλητές, οι όποιοι όχι μόνο ζουν και εργάζονται μόνιμα στη χώρα, αλλά επιπλέον, σύμφωνα με την «εθνικοπατριωτική μυθολογία», είναι παραδοσιακοί καλοί «γείτονες» και «ομόπιστοι». Εξάλλου, αυτή η «καλή γειτονία», αλλά και «οι δύσκολοι καιροί» που περνάμε, είναι που δεν μπορούν να επιτρέψουν τέτοια γεγονότα να συμβαίνουν, σχολίασε ο Έλληνας υφυπουργός Αθλητισμού, συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση δε πρόκειται να «δείξει παραμικρή ανοχή σε φαινόμενα βίας στον χώρο του αθλητισμού»(« Αυγή» 21/08/10).

Φαίνεται όμως, ότι τα δομικά εμπόδια, καθώς και η πολιτική κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο ορισμένων οργανισμών, υπερβαίνουν τις εκφρασμένες δημόσια πολιτικές προθέσεις, αφού η Ελληνική ομοσπονδία καλαθοσφαίρισης «πρόλαβε» και «κουκούλωσε» τα γεγονότα, μεριμνώντας για την «άρτια» εκπροσώπηση του εθνικού μας συγκροτήματος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα.

Είναι εύλογο, ότι με τέτοιους τρόπους το ζήτημα της αντιμετώπισης των φαινομένων βίας στον χώρο του αθλητισμού αποπολιτικοποιείται πλήρως και ο διαχειριστικός ορθολογισμός υποχωρεί σε όφελος παραδοσιακών τακτικών παράκαμψης ή έστω ελιγμών σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο. Σε μια τέτοια συνθήκη, οι πολιτικές δηλώσεις, όσο μεγαλόστομες κι αν είναι, γεννούν εξαιρετικά χαμηλές προσδοκίες, πόσο μάλλον όταν οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι θεσμοί αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων και των διακηρυγμένων στόχων.

* Για την ιστορία σημειώνεται η ΕΟΚ ( Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης) προβάλλει ως σημαντικό επιχείρημα για την μη επιβολή ποινών στους εμπλεκόμενους στο περιστατικό αθλητές, το γεγονός ότι το τουρνουά Ακρόπολις, δεν διεξάγεται υπό την αιγίδα της παγκόσμιας ομοσπονδίας μπάσκετ ( Αυγή 21/8/2010).

* Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι κοινωνιολόγος και μέλος του Κ.Σ. της Νεολαίας Συνασπισμού

Αυγή,12/12/09, Τα τραγούδια, τα συνθήματα και τα πολιτικά κινήματα

Της ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ*

«Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά» έγραψε ο Σαββόπουλος, συνοψίζοντας τις ανησυχίες της αριστερής γενιάς του ογδόντα και δηλώνοντας την καθυστερημένη στροφή της προς τον δημοφιλή, γαλλογερμανικής προελεύσεως, φροϋδομαρξισμό των σίξτις.

Ήταν εκείνη η γενιά που είχε οικοδομήσει τη συλλογική της μνήμη με αναφορά στο «θηριώδες» πολιτικό – ιστορικό γεγονός του Πολυτεχνείου και που ήδη βίωνε την πρώτη μεγάλη «ματαίωση» μπροστά στον εκ των άνω -ασύγχρονο ως προς τον ιδεολογικό μέσο όρο της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου- «εκσυγχρονισμό» που προωθούσε το βαθύ ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ογδόντα.

Οι στίχοι του Σαββόπουλου, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε θεωρητικό κείμενο, έγιναν το μουσικό – πολιτικό μανιφέστο αυτής της γενιάς των αριστερών ανθρώπων, που «υπέφεραν» από απογοήτευση και ήπιο ναρκισσισμό μαζί. Με στίχους εξόχως αυτοσαρκαστικούς, όπως το «Πάμε για εκεί με ένα πυροβολισμό, η αγάπη δουλεύει για το Σοσιαλισμό», ο τραγουδοποιός εξέφρασε, με μοναδικό τρόπο, αυτή τη διαπλοκή της ατομικής ψυχολογίας των αριστερών, που δεν κατάφεραν, ούτε να «πείσουν» -ακόμη περισσότερο να «νικήσουν»- με την διαρκώς μετασχηματιζόμενη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της περιόδου.

Οι αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, μαζί με το κλίμα ακραίας πολιτικής πόλωσης, έφεραν και μια νέα αισθητική κουλτούρα, των μπουζουκιών και της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία πέτυχε να υποσκελίσει την, σχεδόν, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ογδόντα, «ηγεμονική», «διανοουμενίστικη» μουσική κουλτούρα, αφού, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε καμία προνομιακή κοινωνική και πολιτική αναφορά που θα μπορούσε να εμπνεύσει την αναγέννηση αυτής.

Οι μαθητικές κινητοποιήσεις της χρονιάς 1990-91, οι οποίες σημαδεύτηκαν από το συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας του τριανταοκτάχρονου δασκάλου Ν. Τεμπονέρα από τον οννεδίτη Καλαμπόκα, αν και κατέστησαν προφανές το ψευδεπίγραφο της εθνικής συμφιλίωσης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, δεν έγιναν αφετηρία για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, που θα συγκροτούσε αριστερές πολιτικές υποκειμενικότητες της περιόδου. Και βεβαίως η συγκυρία, δεν έδωσε ερεθίσματα για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής αισθητικής κουλτούρας, αντιπαραθετικής ως προς την κυρίαρχη απολίτικη. Παρά ταύτα ο ίδιος ο Ν. Τεμπονέρας αναδείχτηκε σε πρόσωπο – σύμβολο της εγχώριας αριστερής κινηματικής δράσης.

Το σύνθημα « Ο Τεμπονέρας ζει, με Πέτρουλα Λαμπράκη μας οδηγεί» τόνισε εμφατικά τη συνέχεια της ιστορικής παρουσίας του εγχώριου αριστερού κινήματος από το μετεμφυλιακό κράτος της εθνικοφροσύνης έως τη σύγχρονη κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία.

Το 2008 η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό φρουρό Κορκονέα έγινε η αφορμή για το ξέσπασμα της πιο σοβαρής κοινωνικής και πολιτικής κρίσης της δεκαετίας. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη αναγνωρίστηκαν, από μεγάλο μέρος της αριστερής «ιντελιγκέντσιας», ως μια περίπλοκη, όμως αναμφισβήτητα με χαρακτηριστικά κοινωνικής εξέγερσης διαδικασία. Επιπροσθέτως, μεταξύ άλλων, τα «Δεκεμβριανά» του 2008 καταγράφηκαν και ως μια πρωτοφανής, οργισμένη και βίαιη σε ορισμένες περιπτώσεις, έκφραση του συνόλου των αδιεξόδων της νέας γενιάς.

Οι φετινές πορείες τιμής στη μνήμη του δολοφονηθέντα Αλ. Γρηγορόπουλου, εύλογα, έδωσαν τροφή για έναν προβληματισμό σχετικά με το ενδεχόμενο της «θεσμοποίησης» μίας, ακόμη, επετείου. Η διαφωνία προέκυψε σχετικά με τις πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις της θεσμοποίησης: αν δηλαδή αυτή θα προσλάβει χαρακτηριστικά πολιτικού μνημοσύνου ή αν θα γίνει η αφετηρία για την οικοδόμηση συλλογικής μνήμης της νεότερης γενιάς, προβάλλοντας τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, αλλά και τη συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα, ως πρόσωπα – σύμβολα αποκατάστασης της συνεχούς παρουσίας της αριστεράς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα από τον εμφύλιο κι έπειτα.

Η απόφανση παραμένει, ομολογουμένως, δύσκολη, εξαιτίας των πολλών και περιπλεγμένων διαστάσεων των γεγονότων του Δεκέμβρη. Από τη μία είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο περασμένος Δεκέμβρης σημαδεύτηκε από φαινόμενα χρήσης βίας, είτε ως πολιτικής επιλογής είτε ως μορφής έκφρασης ατομικής οργής υποκινούμενης από κοινωνικούς λόγους, τα οποία, ίσως σε πολύ μικρότερο βαθμό, επαναλήφθηκαν φέτος.

Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου πρόδηλο, ότι ο Δεκέμβρης του ’08 εγκαινίασε μια νέα φάση κινηματικής δράσης, με διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που είχαμε συνηθίσει να της προσδίδουμε μέχρι σήμερα. Ο αυθορμητισμός και το χαλάρωμα της οργανωτικής δομής συγκαταλέγονται, σαφώς, μεταξύ αυτών, όπως επίσης και η δημιουργική φαντασία που χαρακτήρισαν ορισμένες ακτιβιστικές δράσεις, που ακολούθησαν τα γεγονότα, οι οποίες θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως δείγματα διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής αριστερής αισθητικής κουλτούρας.

Κυριότερα, όμως, η «κατάσταση» του Δεκέμβρη, είτε ως βιωμένη εμπειρία είτε ως συνταρακτικό εξωγενές ερέθισμα προς επεξεργασία, έγινε προνομιακό πεδίο για την πολιτική συγκρότηση και συνειδητοποίηση ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας. Ο Δεκέμβρης έφερε στο προσκήνιο μια νέα γενιά ανθρώπων, το τεράστιο κοινωνικό αδιέξοδο της οποίας δεν είναι αποκλειστικά καθορισμένο από την «οικονομική βάση», αλλά συνδέεται άρρηκτα και με τον κυρίαρχο ηθικό σχετικισμό καθώς και τη γενικευμένη απαξίωση των θεσμών που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο στη σημερινή Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση τα περισσότερα από τα συνθήματα του Δεκέμβρη, όπως το «Εμείς δεν είπαμε την τελευταία λέξη, αυτές οι ημέρες είναι του Αλέξη», καθώς και «…η Κωνσταντίνα Κούνεβα δεν είναι πλέον μόνη» είναι ενδεικτικά της αντίληψης που αναδύεται μεταξύ των νέων, ως φορέων κινηματικής δράσης, στο πλαίσιο της οποίας οι ατομικές και συλλογικές «απογοητεύσεις» δεν γίνονται αιτίες υπαναχώρησης από τους πολιτικούς στόχους, αλλά προσπερνιούνται με ένα «Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ».

* Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι κοινωνιολόγος, μέλος της Νεολαίας Συνασπισμού

«Του φθινοπώρου η νάρκη, να μη μας φέρει εξαπίνης

Aυγή, Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/11/2009
Της ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ

Η αποπολιτικοποίηση του πολιτικού λόγου, όπως αυτός αρθρώνεται από αρκετά μέσα ενημέρωσης, στοχεύει, σαφώς, στην εκτόνωση των πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, με όποιους, τυχόν, τρόπους αυτές εκφράζονται, και κατά συνέπεια στη συντήρηση του κυρίαρχου μοντέλου εξουσίας. Θα μπορούσαν να αναφερθούν, αρκετά επίκαιρα παραδείγματα από τον χώρο της μαζικής ενημέρωσης, όπως η «υποβάθμιση» της δεύτερης φάσης απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων στον ΟΛΠ, η οποία επηρέασε καθοριστικά στη μη διαμόρφωση του κλίματος της αναγκαίας γενικής κοινωνικής συναίνεσης/συμπαράστασης ως προς τα αιτήματα της απεργίας. Αντίστοιχη περίπτωση είναι και «υποσκέλιση» των σημαντικών εξελίξεων στο ζήτημα των stage από τα ενδοκομματικά δρώμενα στη Ν.Δ.

Στην ίδια κατεύθυνση της ενίσχυσης του ενδιαφέροντος για την αποπροσανατολιστική παραπολιτική επικαιρότητα «συνεισέφερε» και η «θεία κωμωδία» που παίχτηκε στα Εξάρχεια τον προηγούμενο μήνα. Εκεί, η «κρίση», στο επίπεδο της ρητορικής, εκτονώθηκε με την αφύπνιση των «αντανακλαστικών» της πολιτικής ορθότητας των μέσων ενημέρωσης, μπρος στην προάσπιση του ιστορικού «βάρους» ενός προσώπου -συμβόλου για τον αντιδικτατορικό αγώνα. – αναφέρομαι στο «ανεκδιήγητο», από πολλές πλευρές, περιστατικό στην καφετέρια Floral-.

Μέσα σε όλα, τη ρητορική της απολίτικης «ενσωμάτωσης» ενίσχυσε και η προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη για τον εμφύλιο « Ψυχή βαθιά». Η ταινία, ανεξαρτήτως των προθέσεων του ίδιου του δημιουργού, τελικά, προωθήθηκε ως ιδεολογικό όχημα μιας αποπολιτικοποιημένης εκδοχής του εμφυλίου. Σημαντικότερα, όμως, η προβολή της ταινίας, στην παρούσα συγκυρία, συνέβαλε στην προώθηση της αντίληψης για την αριστερά ως σεβαστής – ενσωματωμένης πολιτικής δύναμης. Η αξία της εθνικής συμφιλίωσης, η οποία προβάλλεται στην ταινία, αποβλέποντας στην εξομοίωση των πολιτικών διαφορών, παρουσιάστηκε, ως μια, ακόμη, διάσταση της «αυτονόητης», πλέον, ενσωμάτωσης της «ηττημένης» και «πρώην» αντιπαραθετικής αριστεράς, στο πολιτικά ορθό και απαλλαγμένο από ιδεολογικές διαφορές κυρίαρχο πολιτικό καθεστώς.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ένα χρόνο μετά την τομή της εξαιρετικά περίπλοκης, κοινωνικά και πολιτικά, εξέγερσης του Δεκέμβρη, τα μέσα εκφοράς του κυρίαρχου πολιτικού λόγου, διαμορφώνουν μια συνθήκη χειραγωγούμενης αποπολιτικοποίησης της επικαιρότητας. Ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, προωθείται, και η καθιέρωση ενός δεύτερου επετειακού μνημόσυνου- του Δεκέμβρη-, απαλλαγμένου, εντελώς, από τα πολιτικά του χαρακτηριστικά.

Η σημερινή κατάσταση της αποπολιτικοποιημένης φθινοπωρινής «νάρκης» , προέκυψε σε σημαντικό βαθμό και εξαιτίας της αδυναμίας του χώρου της αριστεράς να αφομοιώσει και να ερμηνεύσει τα ποίκιλα πολιτικά ερεθίσματα της τελευταίας περιόδου. Μεταξύ των αρνητικών συνεπειών, αυτής, ήταν η κατακύρωση των γεγονότων του περσινού Δεκέμβρη σε σημαντικό μέρος της διάχυτης αντίληψης, μονόπλευρα, ως μια συνθήκης φετιχοποιημένης βίας.

Από την άλλη, είναι αλήθεια, ότι ο περσινός Δεκέμβρης, ως ένα γενικευμένο και πολυπαραγοντικό κίνημα αμφισβήτησης, έγινε εφαλτήριο για μια σειρά, εξαιρετικά συγκροτημένων, πολιτικών – κοινωνιολογικών αναλύσεων της συγκυρίας, προερχόμενων από όλο το «φάσμα» της αριστεράς, γεγονός το οποίο μπορεί να αποτελέσει προνομιακή βάση για τη διαμόρφωση πολιτικής στάσης για το ζήτημα. Επομένως, λίγες ημέρες, πριν το Πολυτεχνείο και κάτι λιγότερο από ένα μήνα, για την πρώτη επέτειο των «δικών μας» Δεκεμβριανών, ο χώρος της αριστεράς, έχει το περιθώριο να μη βρεθεί εξαπίνης μπροστά στα γεγονότα, αλλά με αφορμή τον συνταρακτικό Δεκέμβρη του ʽ08 να επαναπολιτικοποιήσει την επικαιρότητα.

« Αναγκαία, αλλά ολίγον φτωχή»

Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Patricia Cohen «Field Study: Just How Relevant Is Political Science?»( Μελέτη πεδίου: πόσο «σχετική» είναι η πολιτική επιστήμη;», δημοσιευμένο στην εφημερίδα New York Times στις 19/10/09http://www.nytimes.com/2009/10/20/books/20poli.html?_r=1)το οποίο μου κοινοποίησε ο συνάδελφος Δημήτρης Κυριαζής, επισημαίνω, αντιστικτικά, ορισμένες παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά τα εγχώρια «δρώμενα» στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και της κοινωνικής έρευνας.
Το εν λόγω άρθρο, με επιτυχία, ομολογουμένως, συμπυκνώνει το σύνολο των αντιδράσεων- καθώς και των αντιλήψεων που συνδέονται με αυτές- που «γέννησε» στην αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα, η πρόταση του ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τom Coburn, να περικοπεί η χρηματοδότηση του National Science Foundation( Εθνικού Ιδρύματος Έρευνας), με την δικαιολογία, ότι αυτή συνιστά ενός είδους κατασπατάληση δημόσιου χρήματος.
Παρακάμπτοντας την προφανή αναντιστοιχία «μεγεθών» και «παραδόσεων» ερευνητικών στον τομέα των κοινωνικών επιστημών θα τολμούσα να συσχετίσω, τα όσα καταγράφει η Cohen στο άρθρο της, με τα όσα διημείφθησαν, εδώ, τους καλοκαιρινούς μήνες, με την αφορμή την προωθούμενη – συζητούμενη παύση της λειτουργίας του ΕΚΚΕ με την πρόφαση της εξασφάλισης δημόσιων πόρων. Για την ιστορία, επισημαίνω, ότι κατατέθηκε σχετική ερώτηση στην «προηγούμενη» Βουλή, από τους βουλευτές Φ. Κουβέλη, Ν. Τσούκαλη, και Μ. Ανδρουλάκη.
Η πρόταση του Coburn ανακίνησε μια εκτεταμένη κουβέντα μεταξύ πολιτικών επιστημόνων και κοινωνιολόγων με επίκεντρο την κοινωνική «χρησιμότητα» , των όσων πραγματεύονται οι χρηματοδοτούμενες κοινωνικές έρευνες.
Επειδή, όμως, στην χώρα μας, είναι ελάχιστα τα δείγματα «ακριβοπληρωμένης» κοινωνικής έρευνας, δεν χρειάστηκε να τεθεί αντίστοιχο διακύβευμα – θεωρητικών και πολιτικών προεκτάσεων- σε σχέση με την πρακτική «εφαρμοσιμότητα» των αποτελεσμάτων των κοινωνικών ερευνών, η οποία θα λειτουργούσε ως απόσβεση δημόσιας δαπάνης. Αντίθετα, εκφράστηκε, μια γενικευμένη συναίνεση, από πλευράς των πανεπιστημιακών, ερευνητών, ακαδημαϊκών και φοιτητών/τριών στα αντικείμενα- συγκεντρώθηκαν μάλιστα υπογραφές σχετικού καταγγελτικού κειμένου το οποίο προωθούσαν η διοίκηση και οι εργαζόμενοι του κέντρου-, ως προς την επιτακτική αναγκαιότητα αναδιάταξης της λειτουργίας του ιστορικού ΕΚΚΕ – λειτουργεί από το 1959- αλλά και ως προς την κατηγορηματική απόρριψη της ενδεχόμενης παύσης της λειτουργίας του.
Χωρίς, καμία, διάθεση, μεμψιμοιρίας, της υποφαινόμενης γράφουσας, είναι γεγονός, ότι η εγχώρια ερευνητική δραστηριότητα στο αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης, δεν είναι τόσο πλούσια, ώστε να ανακινεί αντιπαραθέσεις με πολιτικό χαρακτήρα, να συγκροτεί «φράξιες» επιστημόνων, να ωθεί σε «επιστημονικό φονταμενταλισμό» υπέρ μίας ή άλλης αντίληψης για την κοινωνική έρευνα.
Αδιαμφισβήτητα, στα πενήντα χρόνια της λειτουργίας του, το ΕΚΚΕ και ειδικότερα τα τρία ινστιτούτα που το απαρτίζουν ( Ινστιτούτο Αγροτικής και Αστικής Κοινωνιολογίας, Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής) έχει συνεισφέρει, σημαντικά, στην ανάλυση και πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Η δημιουργία της Ελληνικής Τράπεζας Κοινωνικών Δεδομένων είναι, μόνο, ένα δείγμα της αξιόλογης δουλειάς που έχει στο γίνει όλα αυτά τα χρόνια στο ΕΚΚΕ. Παρά ταύτα, είναι γεγονός, ότι, το ΕΚΚΕ δεν έγινε η θεσμική αφετηρία για τη διαμόρφωση μιας ερευνητικής παράδοσης, ο αντίκτυπος της οποίας να εισπράττεται στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, και η οποία να δίνει αφορμές για ενδογενή αναστοχασμό και κριτική της επερώτηση της ιδεολογικής διάστασης των τιθέμενων ερευνητικών στόχων. Επιπροσθέτως, η εμπειρία, από το 1975, έχει καταδείξει, ότι μόνο, μερικώς και περιστασιακά, αξιοποιούνται, πορίσματα ερευνών του ΕΚΚΕ για τον προσανατολισμό της εφαρμοζόμενης κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας.
Όπως και να’χει, όμως, αν και παραμένει τεράστια η αναντιστοιχία των μεγεθών, είναι γεγονός, ότι και στις δύο περιπτώσεις, τίθεται στο στόχαστρο η κοινωνική έρευνα, ως κοινωνικά παρασιτική έως και επιζήμια ενασχόληση, εφόσον, δεν εντάσσεται, κατ άμεσο τρόπο, στο πεδίο των σχέσεων παραγωγής.
Σε μια παγκόσμια συγκυρία διαρκούς όξυνσης των αντιθέσεων στο κοινωνικό και οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, είναι, αναπόφευκτη και αναμενόμενη, η προσπάθεια υπονόμευσης ή έστω «συστημικής» ενσωμάτωσης της κοινωνικής επιστήμης, ως του προνομιακού εργαλείου ανάλυσης της, από μέρους των πολιτικών και θεσμικών ηγεμονιών.
Η κοινωνική ερευνά διαθέτει/ προσφέρει μια πληθώρα μέσων και δυνατοτήτων για την ανάλυση κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής παγκόσμιας κατάστασης. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, αλλά και σε κάθε επίπεδο, κρίνεται ως επιτακτική αναγκαιότητα η προάσπισης του κοινωνικά προωθητικού χαρακτήρα της κοινωνικής επιστήμης, αλλά και η ανάδειξη της σε μέσο εμβάθυνσης της δημοκρατίας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Επιπροσθέτως, σημειώνεται, ότι για την ώρα, μετά την κυβερνητική αλλαγή, έχει επικρατήσει, πλήρης σύγχυσης, σε σχέση με το είδος των «αναδιαρθρωτικών» πολιτικών που πρόκειται να υλοποιηθούν στον τομέα της έρευνας.

Α.Κ