«Ο Μαύρος Κύκνος μέσα σου»

Σκηνοθέτης: Darren Aronofsky
Πρωταγωνιστούν: Natalie Portman, Mila Kunis, Vincent Cassel, Barbara Hershey
Σενάριο: Mark Heyman, Andres Heinz, John J. McLaughlin

Μουσική επιμέλεια/σύνθεση: Clint Mansell

«Ο Μαύρος Κύκνος μέσα σου»
Το Χόλυγουντ θυμήθηκε τον Φρόιντ όπως φαίνεται με την καινούργια ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι ή έστω ανακάλυψε ένα σκηνοθέτη που τον έχει μελετήσει αρκετά. Η υπόθεση έχει ως εξής: ένα ανερχόμενο αστέρι του μπαλέτου, η Νίνα (Νάταλι Πόρτμαν), κερδίζει τον πολυπόθητο ρόλο της Οντέντ, του λευκού κύκνου, συμβόλου της αθωότητας και της ομορφιάς, βυθίζεται όμως στην απόγνωση όσο προσπαθεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ερμηνείας του ρόλου του μαύρου, δηλητηριώδους και λάγνου κύκνου, της Οντίλ.
Η πρωτοτυπία του σεναρίου έγκεινται στην αναπαράσταση της αναπαράστασης μιας διαφορετικής εκδοχής ανάγνωσης του μύθου του κύκνου στο υποβλητικό σκηνικό του American Ballet Theatre : ο άσπρος κύκνος μπορεί να μεταμορφωθεί την ίδια στιγμή σε μαύρο, να είναι δηλαδή το ίδιο πρόσωπο.
Τέσσερα τα πρόσωπα του ψυχαναλυτικού δράματος «έρωτα – θανάτου» : η Νίνα, η αυταρχική μητέρα της (Mπάρμπαρα Χέρσευ), ο Τομά (Βένσεν Κασέλ) σκηνοθέτης/επιτηρητής/Πατέρας που εισβάλλει παρείσακτος και σπάει τη δυαδική δομή μεταξύ μητέρας – Νίνας και γίνεται το ερωτικό υποκείμενο του βλέμματος της ξερής/ ξερακιανής Νίνας και την ίδια στιγμή το αντικείμενο της ερωτικής της επιθυμίας. Βεβαίως στην ιστορία εμφανίζεται «απρόσκλητη» και μια αντίζηλος, η προκλητική Λίλυ( Μίλα Κούνις), που διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Τομά( σκηνοθέτη), και που μπορεί να γίνει όλα όσα η Νίνα «δεν τόλμησε ποτέ» .
Ο Τομά, – ο χαρακτήρας του οποίου θυμίζει τον Τζωρτζ Μπαλανσίν, σπουδαίο χορογράφο και συνιδρυτή του κρατικού μπαλέτου της Νέας Υόρκης, που χρησιμοποιούσε τη σεξουαλικότητα των χορευτών του για να τους αφυπνίσει καλλιτεχνικά – απορρίπτει ερωτικά τη Νίνα επιφέροντας της ένα ανεπανόρθωτο ψυχικό τραύμα. Εκείνη, ανικανοποίητη και απελπισμένη από την άρνηση του Τομά να της παρέχει την αναγνώριση, παλεύει να συνθλίψει τον «άσπρο κύκνο», δηλαδή εκείνη την πλευρά του εαυτού της που θεωρεί υπεύθυνη για τη συναισθηματική, σεξουαλική άρα και εκφραστική – καλλιτεχνική της «ανικανότητα».
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης «αδελφοποιεί» την ταινία αυτή με την αμέσως προηγούμενη του τον « Παλαιστή»(The Wrestler, 2008), ενώ έντονες είναι οι αναφορές σε φιλμ του Πολάνσκι, όπως για παράδειγμα η «Αποστροφή» (Repulsion, 1961) και « Ο Ενοικιαστής», τις οποίες και ο Αρονόφσκι αναγνωρίζει ως σημαντικές επιρροές στο έργο του γενικά.
Έτσι, όπως και οι «αναφορές» του, ο «Μάυρος Κύκνος» του Αρόνοφσκι εξελίσσεται σε μια κινηματογραφική πραγματεία για την αλλοτρίωση στον αστικό υλικό πολιτισμό. Όμως η ερμηνεία του σκηνοθέτη, τελικά, εγκαταλείπει τον Φρόιντ, παρακάμπτει τον Νίτσε, και στρέφεται σε ενός είδους υπαρξιστικό αυτισμό που μάλλον θυμίζει αμυδρά τον Χάιντεγκερ. Μέσα σ ένα τέτοιο πλαίσιο η φιλοσοφία και η ψυχανάλυση γίνονται προφάσεις που μεταμφιέζουν, αλλά δε συγκαλύπτουν την ιδεολογική τοποθέτηση: η αλλοτρίωση καταγράφεται ως μια αναπότρεπτη διαδικασία, αφού στον δυτικό πολιτισμό η ελευθερία βιώνεται ως μια ατομική υπόθεση κι όχι μια κατάσταση σχέσης. Εγώ, εσύ, η Νίνα μπορούμε να υπάρχουμε ελεύθεροι, αλλά μόνοι και μόνο για τον εαυτό μας. O Άλλος, οποιοσδήποτε και να είναι αυτός, εφόσον προσβάλλει το χώρο της υπαρκτικής μας αυτοσυνειδησίας είναι εχθρός.
Το « κύκνειο άσμα» – άλμα προς την ελευθερία της Νίνας παρουσιάζεται ως η μοναδική στιγμή υπέρβασης της αλλοτρίωσης, και λειτουργεί, τελικά, ως μια συμβολική αναγνώριση της ανεπίστρεπης αποτυχίας του διαφωτισμού και του δυτικού πολιτισμού εν γένει.
Οπωσδήποτε, αυτή η ομολογία της ήττας ως καταληκτική τοποθέτηση αποριζοσπαστικοποιεί, εν μέρει, την αναλυτική προσέγγιση του σεναρίου. Ωστόσο, το φιλμ αυτό παραμένει τόσο ελκυστικό όσο κι ο μαύρος κύκνος μέσα μας, αν και ομολογώ ότι θα περίμενα ο άσπρος κύκνος να μη χρειάζεται να πεθάνει στο τέλος.

Aλίκη Κοσυφολόγου